- οζοντόμετρο
- και οζονόμετρο, το(χημ.-μετεωρ.) συσκευή που χρησιμοποιείται για τον ποσοτικό προσδιορισμό τού όζοντος το οποίο περιέχεται στην ατμόσφαιρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ozonometre (< όζον* + μέτρο)].
Dictionary of Greek. 2013.